αιθήρ ή αιθέρας

αιθήρ ή αιθέρας
(από το αίθω = καίω, λάμπω, ακτινοβολώ). Το ανώτατο και πιο καθαρό στρώμα του αέρα, ο ουρανός. Με τη λέξη αυτή προσδιόριζαν οι αρχαίοι την κατοικία των θεών και την πνοή που έβγαινε σαν ατμός κατά τη μυθολογία, από το στόμα του Κύκλωπα. (Φιλοσ.)Οι αρχαίοι φιλόσοφοι θεωρούσαν τον α. το ανώτερο τμήμα του ουρανού που φωτίζεται από το φως του ήλιου και των αστεριών και γενικά τον αέρα. Ο Αναξιμένης πίστευε πως ο α. είναι αραιωμένος αέρας. Ο Ξενοφάνης πίστευε ότι ο α. περιβάλλει τη Γη και εκτείνεται στο άπειρο. Ο Εμπεδοκλής τον θεωρούσε ως ένα από τα τέσσερα στοιχεία (πυρ, γη, ύδωρ, α.) από τα οποία σχηματίζεται ο κόσμος. Ο Αναξαγόρας θεωρούσε ως α. τη μάζα που ξεχώρισε από το αρχικό μείγμα λόγω της κινητικής ώθησης που έδωσε ο Νους και τον τοποθέτησε στην περιφέρεια του περιστρεφόμενου κόσμου. Περιλαμβάνει τον θερμό, τον λαμπρό, τον αραιό και τον ξηρό α. και από τη συμπύκνωσή του παράγονται τα ουράνια σώματα και ο ήλιος. Κατά τον Αριστοτέλη ο α. του Αναξαγόρα δεν είναι παρά το πυρ, ένα κοσμολογικό στοιχείο τελείως διαφορετικό από τα τέσσερα στοιχεία (πυρ, γη, ύδωρ, αήρ), ένα πέμπτο δηλαδή στοιχείο. Ο α. ονομάστηκε από τους μεταγενέστερους πέμπτη ουσία και από αυτόν τον όρο πλάστηκε ο όρος πεμπτουσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αἰθέρας — αἰθήρ ether masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰθέρας — αἰθήρ ether masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό …   Dictionary of Greek

  • αιθήρ — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος της Νύχτας και του Ερέβους και αδελφός της Ημέρας. Ο Βιργίλιος, αργότερα, τον ταύτισε με τον Δία. * * * αἰθήρ ( έρος), ο (Α) βλ. αιθέρας …   Dictionary of Greek

  • προσαιθρίζω — Α στέλνω κάτι ψηλά προς τον αιθέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θ. αιθρ τού αἰθήρ, έρος (πρβλ. αἴθρ ιος), βλ. λ. αἰθέρας] …   Dictionary of Greek

  • χλωραιθήριο(ν) — το, Ν (φαρμ.) (παλ. τ.) το αιθυλοχλωρίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + αιθήρ / αιθέρας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”